- γλακώ
- (α) (αόρ. (ε)γλάκιισα, (ε)γλάκηξα) αμετ. быстро, стремительно бежать; убегать; спасаться бегством
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλακώ — ( άω) 1. τρέχω 2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά 3. γυρίζω, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ λιστρώ, γδέρνω < εκ δέρω, γδύνω < εκ δύνω κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
γλακώ — βλ. λακώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγλακώ — ( έω και άω) γλακώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + γλακώ] … Dictionary of Greek
γλάκημα — και λάκημα, το [γλακώ] φευγιό, φευγάλα … Dictionary of Greek
γλάκι — και γλάκιν και γλάκιο και γλάκιον, το [γλακώ] το τρέξιμο … Dictionary of Greek
λακίζω — (Α λακίζω) [λακίς] νεοελλ. τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ αρχ. 1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.) 2. σκίζω 3. σπάζω 4. καταστρέφω 5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό τού τ. λακώ] … Dictionary of Greek
λακώ — (I) (Α λακῶ, άω) νεοελλ. φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω αρχ. διασπώμαι, διαρρηγνύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. τού λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι»,… … Dictionary of Greek